καταφαντάζω

καταφαντάζω
καταφαντάζω (Α)
1. επιδεικνύω, φανερώνω
2. παθ. καταφαντάζομαι
είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”